- ἀλκτήριον
- ἀλκτήριονremedyneut nom/voc/acc sgἀλκτήριοςhelpingmasc/fem acc sgἀλκτήριοςhelpingneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αλκτήριον — ἀλκτήριον, το (Α) βλ. αλκτήριος … Dictionary of Greek
ἀλκτήρια — ἀλκτήριον remedy neut nom/voc/acc pl ἀλκτήριος helping neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλκτήριος — ἀλκτήριος, ον (Α) [ἀλκτήρ] 1. βοηθητικός, ανακουφιστικός, θεραπευτικός 2. (το ουδέτερο ως ουσιαστικό) το ἀλκτήριον φάρμακο, αντίδοτο, αντιφάρμακο … Dictionary of Greek